-
1 στρεφεδινεω
кружить, вращатьστρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ ὄσσε Hom. — закружилось у него в глазах
См. также в других словарях:
στρεφεδίνηθεν — στρεφεδί̱νηθεν , στρεφεδινέω spin aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)